< ἀναξηρασμός
2 ἀναξία >
1 ἀναξία
,
-ας, ἡ
soberanía
,
poder
ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες
Pi.
N
.8.10, cf. A.
Fr
.32.